- υποφθορά
- ἡ, ΜΑ [ὑποφθείρω]1. βαθμιαία φθορά2. διαφθορά, δωροδοκία με χρήματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποφθοράς — ὑποφθορά̱ς , ὑποφθορά corruption fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφθοραί — ὑποφθορά corruption fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφθορᾶς — ὑποφθορά corruption fem gen sg (attic doric aeolic) ὑποφθορεύς corrupter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)